πλατυρρινία

πλατυρρινία
η, Ν
ανθρωπολ. η ιδιότητα ορισμένων φυλών ή μεμονωμένων ατόμων να έχουν υψηλό ρινικό δείκτη και, συνεπώς, πεπλατυσμένη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platyrrhine (< πλατυ-* -ρρινία < -ρρινος < ῥίς, ῥινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεπτορρινία — η ανθρωπολ. χαρακτηριστική στενότητα και λεπτότητα τής μύτης που καθορίζεται από μικρό ρινικό δείκτη, σε αντιδιαστολή με την πλατυρρινία …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”